ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΕΚΠ

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΑΤΑΤΩΝ
ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ Σ.Ε.Κ.ΠΑΤΑΤΩΝ

1.1 Σύντομο Ιστορικό
Η έκταση και παραγωγή πατατών (χειμωνιάτικης και ανοιξιάτικης εσοδείας) στην Κύπρο, άρχισε να αυξάνεται με μεγάλο ρυθμό κατά τη δεκαετία του 1950 φτάνοντας το 1961 τους 75,000 τόνους ( 50,000 τόνοι ανοιξιάτικη και 25,000 τόνοι χειμωνιάτικη). Με την αύξηση της παραγωγής, που το 1963 ανήλθε γύρω στους 130,000, δημιουργήθηκαν σοβαρότατα προβλήματα στις εξαγωγές. Είναι γι’ αυτό το λόγο που η Κυπριακή Πολιτεία αποφάσισε το 1964 να θεσπίσει ειδική νομοθεσία (ψηφίστηκε ο Νόμος 59 του 1964), νομοθεσία που προνοεί «περί της Ιδρύσεως Συμβουλίου Εμπορίας Κυπριακών Πατατών, της Ρύθμισης και Ελέγχου Εξαγωγών, περί της Εμπορίας Κυπριακών Πατατών ως και περί ετέρων Συναφών Ζητημάτων».

Το Συμβούλιο, που είναι Ημικρατικός Οργανισμός αντλεί τους οικονομικούς του πόρους κυρίως από τέλη που επιβάλλονται στους παραγωγούς από την πώληση των πατατών τους. Το Συμβούλιο έχει μονοπωλιακές εξουσίες και είναι, με βάση το νόμο, ο μόνος εξαγωγέας των Κυπριακών Πατατών. Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να αγοράσει πατάτες για εξαγωγή παρά μόνο μέσω ή με την άδεια του Συμβουλίου. Με κατάλληλη τροποποίηση του Βασικού Νόμου (Νόμος Αρ. 106(1) του 1995) το Συμβούλιο έχει και την αποκλειστική αρμοδιότητα στην εισαγωγή, την ντόπια παραγωγή και τη διανομή πιστοποιημένου πατατοσπόρου.

Το Συμβούλιο αποτελείται από τον Πρόεδρο και 13 μέλη που διορίζονται από τον Υπουργό Εμπορίου Βιομηχανίας και Τουρισμού που, με βάση τη Νομοθεσία, είναι ο αρμόδιος Υπουργός για το Συμβούλιο. Από τα 13 μέλη επτά αντιπροσωπεύουν τους παραγωγούς, δύο τους εξαγωγείς, δύο το Συνεργατικό Κίνημα (ένας Ελληνοκύπριος και ένας Τουρκοκύπριος – Η θέση για τον Τουρκοκύπριο είναι κενή ) και δύο που αντιπροσωπεύουν τα Υπουργεία Εμπορίου Βιομηχανίας και Τουρισμού και Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος.

Για τη διεκπεραίωση των εργασιών του το Συμβούλιο εργοδοτεί κατάλληλο προσωπικό του οποίου προϊσταται ο Γενικός Διευθυντής, που είναι το κύριο εκτελεστικό όργανο του Συμβουλίου. Το προσωπικό του Συμβουλίου στελεχώνει τις διάφορες Υπηρεσίες του Συμβουλίου όπως Γραμματεία, Τεχνική Υπηρεσία, Συσκευαστήριο Πατατών, Γραφείο Πωλήσεων στο Λονδίνο και Λογιστήριο.

Οι βασικοί Σκοποί και Στόχοι του Συμβουλίου είναι:
ι) Η εξασφάλιση των πιο ευνοϊκών και οικονομικών διευθετήσεων για την εμπορία των πατατών και η προαγωγή της βιομηχανίας των πατατών προς όφελος των πατατοπαραγωγών .
ιι) Η αύξηση μακροπρόθεσμα, όσο είναι δυνατό, των κερδών των πατατοπαραγωγών.
ιιι)Η σταθεροποίηση του εισοδήματος των πατατοπαραγωγών, με τη μείωση των επιδράσεων που μπορούν να έχουν οι βραχυχρόνιες διακυμάνσεις των τιμών της διεθνούς αγοράς, με τη βοήθεια του Ταμείου Σταθεροποίησης των Τιμών.

Η ουσιαστική εμπλοκή του Συμβουλίου, στην Εμπορία των Πατατών, άρχισε από την ανοιξιάτικη εσοδεία του 1965. Το Συμβούλιο αποφάσισε αμέσως μετά την ίδρυσή του να χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες των Ιδιωτών Εξαγωγέων, για να εξάξει τις Κυπριακές Πατάτες, εφαρμόζοντας τη μέθοδο της προπώλησης πατατών με προσφορές.

Το Συμβούλιο ανακοίνωνε από το τέλος του Μάρτη / αρχές του Απρίλη την ολική ποσότητα πατατών που αναμενόταν να εξαχθεί καθώς και την εβδομαδιαία διαθεσιμότητα τους από την τελευταία εβδομάδα Απριλίου μέχρι τα μέσα Ιουνίου.

Μετά την προκήρυξη προσφορών (που επαναλαμβάνονταν κάθε λίγες μέρες) και την κατακύρωση τους στους Εμπόρους, οι πατάτες, κάτω από την παρακολούθηση του Συμβουλίου, προσκομίζονταν στα συσκευαστήρια των εξαγωγέων, οι οποίες μετά τη διαλογή και συσκευασία περιέρχοντο στην κυριότητα των εξαγωγέων, οι οποίοι διευθετούσαν τη φόρτωση / εξαγωγή / πώληση τους στις αγορές, κυρίως του Ηνωμένου Βασιλείου, που ήταν τότε η παραδοσιακή αγορά για τις κυπριακές πατάτες.

Η πιο πάνω αναφερόμενη μέθοδος εμπλοκής του Σ.Ε.Κ.Π. στην εμπορία των πατατών συνεχίστηκε μέχρι και την εσοδεία του 1970.

Τον Ιούνιο του 1970 δημιουργήθηκε σοβαρό πρόβλημα διάθεσης των κυπριακών πατατών στην αγγλική αγορά. Πέραν των 35,000 τόνων (από τις 100,000 τόνους που προπωλήθηκαν στους Κύπριους Εμπόρους) ήσαν ακόμη στα χέρια των άγγλων εισαγωγέων και κυπρίων εξαγωγέων, και άλλοι 30,000 τόνοι παρέμεναν ακόμη στη Κύπρο, αδιάθετοι, όταν κατέρρευσε η αγορά του Η.Β. Για αντιμετώπιση της κατάστασης χρειάστηκε η άμεση εμπλοκή του Συμβουλίου στην εμπορία των κυπριακών πατατών, στην αγγλική αγορά, η οποία στο τέλος της εμπορικής περιόδου, συνεργούσης και της οψίμισης της αγγλικής παραγωγής, απεδείχθη λίαν επιτυχής.

Το ίδιο περίπου συνέβη και το 1971 όταν το Συμβούλιο με τη μέθοδο των προσφορών κατόρθωσε να προπωλήσει, σε Κύπριους εξαγωγείς, μόνο 25,000 τόνους από τους πέραν των 100,000 τόνους που προορίζονταν για εξαγωγή.

Έτσι από το 1972, με έγκριση του αρμόδιου Υπουργού, το Συμβούλιο ανέλαβε εξ ολοκλήρου την όλη εργασία διαλογής, συσκευασίας, φόρτωσης και διάθεσης πατατών αρχικά στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου και αργότερα σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες (Βέλγιο, Γερμανία κ.λ.π.) Το σύστημα αυτό των πωλήσεων, με μικρές αλλαγές, συνεχίστηκε μέχρι σήμερα.

Στις δυο εσοδείες (χειμωνιάτικη κι ανοιξιάτικη) προστέθηκε από το 1982 και η ενδιάμεση εσοδεία (Οκτωβριανή εσοδεία λόγω του γεγoνότος ότι στην αρχή η φύτευση της εσοδείας αυτής γινόταν τον Οκτώβριο) η οποία μετά την παρέλευση 10 περίπου χρόνων ενσωματώθηκε στην ανοιξιάτικη εσοδεία.

Λόγω της λειτουργίας του Συμβουλίου και κυρίως της άμεσης εμπλοκής του στην εμπορία, που είχε ευνοϊκές επιπτώσεις στις τιμές παραγωγού και στη μείωση της αβεβαιότητας των παραγωγών, η παραγωγή κυρίως της ανοιξιάτικης εσοδείας αυξήθηκε σε μεγάλο βαθμό. Η αύξηση αυτή θα ήταν ακόμη πιο μεγάλη αν το Συμβούλιο δεν επέβαλλε, με τον προγραμματισμό του, μείωση στην εισαγωγή πατατόσπορου και δεν υπήρχαν και οι καιρικές αντιξοότητες (παγετοί, ανομβρία και χαλαζόπτωσηΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΓΩΓΩΝ ΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΑΤΑΤΩΝ
Οι εξαγωγές των κυπριακών πατατών μπορούν να καταταχθούν βασικά τρεις περιόδους με βάση τις ποσότητες που έχουν εξαχθεί.
(α) Η περίοδος από το 1965 μέχρι το 1995 όπου το εμπόριο της πατάτας βρισκόταν σε πολύ ψηλά επίπεδα.
(β) Η περίοδος 1997 μέχρι το 2005 όπου παρουσιάζεται μια σταθερότητα στις ποσότητες που εξήχθηκαν.
(γ) Η περίοδος 2005 μέχρι το 2010 όπου συνεχίζεται η σταθερότητα στις ποσότητες που εξήχθηκαν σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς.


2.2.Περίοδος 1965 μέχρι 1996
Η περίοδος αυτή είναι η περίοδος των μεγάλων ποσοτήτων πατατών που εξήχθησαν

Από την περίοδο αυτή θα πρέπει να αφαιρεθούν τα στοιχεία των χρόνων 1975 και 1985 λόγω των αντίξοων καιρικών συνθηκών.
Η περίοδος αυτή έχει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
(α) Μέση ετήσια ποσότητα : 140.000 τόνους
(β) Μεγίστη ετήσια εξαχθείσα ποσότητα:214.000 τόνους το 1977


2.3.Περίοδος 1997 μέχρι 2004

Από την περίοδο αυτή θα πρέπει να αφαιρεθούν τα στοιχεία του 1997 λόγω των αντίξοων καιρικών συνθηκών.
Η περίοδος αυτή έχει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

(α) Μέση ετήσια ποσότητα : 89.000 τόνους
(β) Μεγίστη ετήσια εξαχθείσα ποσότητα:115.000 τόνους το 1999

2.4.Περίοδος 2005 μέχρι 2010

Από την περίοδο αυτή θα πρέπει να αφαιρεθούν τα στοιχεία του 2010 λόγω των αντίξοων καιρικών συνθηκών.

Η περίοδος αυτή έχει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

(α) Μέση ετήσια ποσότητα : 92.000 τόνους
(β) Μεγίστη ετήσια εξαχθείσα ποσότητα:114.000 τόνους το 2007

Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι τα τελευταία 14 χρόνια (1977-2010) παρουσιάζεται μια σταθερότητα στα μεγέθη των εξαγωγών των κυπριακών πατατών στην Ευρώπη και επομένως η ελευθεροποίηση του εμπορίου το 2004 δεν επηρέασε ουσιαστικά την εμπορία των κυπριακών πατατών